- αποδακρύοντας
- ἀποδακρύονταςἀποδακρύ̱οντας , ἀποδακρύωweep much for: pres part act masc acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀποδακρύοντας — ἀποδακρύ̱οντας , ἀποδακρύω weep much for pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)